Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοριοδοτώ < μόριο + -ο- + -δοτώ

  Ρήμα επεξεργασία

μοριοδοτώ (παθητική φωνή: μοριοδοτούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία