Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μονώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μονώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονώνω
  3. θα μονώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονώνω