Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονόχειρας οι μονόχειρες
      γενική του μονόχειρα των μονόχειρων
    αιτιατική τον μονόχειρα τους μονόχειρες
     κλητική μονόχειρα μονόχειρες
Και γενική πληθυντικού μονοχείρων από την κλίση μονόχειρ.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόχειρας < ελληνιστική κοινή μονόχειρ, από την αιτιατική ενικού «τὸν μονόχειρα» < μονό- + χείρ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.çi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐χει‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόχειρας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία