μονωδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονωδία | οι | μονωδίες |
γενική | της | μονωδίας | των | μονωδιών |
αιτιατική | τη | μονωδία | τις | μονωδίες |
κλητική | μονωδία | μονωδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονωδία < αρχαία ελληνική μονῳδία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονωδία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονωδία
|