μοντελίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοντελίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική modelista + -ς
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοντελίστας αρσενικό (θηλυκό μοντελίστα & μοντελίστ)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του μοντελίστ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοντελίστας
|