μονοσταυρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοσταυρία θηλυκό
- η δυνατότητα επιλογής / ψήφισης ενός μόνο υποψηφίου με την σημείωση ενός μόνο σταυρού προτίμησης δίπλα σε ένα από τα ονόματα της λίστας υποψηφίων / ψηφοδελτίου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοσταυρία
|