Δείτε επίσης: μονομερής, μονομελής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομερίς < μονο- + μέρα + -ίς

  Επίρρημα επεξεργασία

μονομερίς

  Μεταφράσεις επεξεργασία