Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μονολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μονολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μονολογώ