μονοδραστηριότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοδραστηριότητα < μονο- + δραστηριότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοδραστηριότητα θηλυκό
- η ενασχόληση / απασχόληση με μία μόνο δραστηριότητα / ασχολία / επάγγελμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοδραστηριότητα
|