μονάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονάζω < αρχαία ελληνική μονάζω < μόνος+ κατάληξη -άζω
Ρήμα επεξεργασία
μονάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μόνος
- Ψαλμοί του Δαυίδ/ΡΑ (101.5) «ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος».
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μονάζω | μόναζα | θα μονάζω | να μονάζω | μονάζοντας | |
β' ενικ. | μονάζεις | μόναζες | θα μονάζεις | να μονάζεις | μόναζε | |
γ' ενικ. | μονάζει | μόναζε | θα μονάζει | να μονάζει | ||
α' πληθ. | μονάζουμε | μονάζαμε | θα μονάζουμε | να μονάζουμε | ||
β' πληθ. | μονάζετε | μονάζατε | θα μονάζετε | να μονάζετε | μονάζετε | |
γ' πληθ. | μονάζουν(ε) | μόναζαν μονάζαν(ε) |
θα μονάζουν(ε) | να μονάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόνασα | θα μονάσω | να μονάσω | μονάσει | ||
β' ενικ. | μόνασες | θα μονάσεις | να μονάσεις | μόνασε | ||
γ' ενικ. | μόνασε | θα μονάσει | να μονάσει | |||
α' πληθ. | μονάσαμε | θα μονάσουμε | να μονάσουμε | |||
β' πληθ. | μονάσατε | θα μονάσετε | να μονάσετε | μονάστε | ||
γ' πληθ. | μόνασαν μονάσαν(ε) |
θα μονάσουν(ε) | να μονάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μονάσει | είχα μονάσει | θα έχω μονάσει | να έχω μονάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μονάσει | είχες μονάσει | θα έχεις μονάσει | να έχεις μονάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μονάσει | είχε μονάσει | θα έχει μονάσει | να έχει μονάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μονάσει | είχαμε μονάσει | θα έχουμε μονάσει | να έχουμε μονάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μονάσει | είχατε μονάσει | θα έχετε μονάσει | να έχετε μονάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μονάσει | είχαν μονάσει | θα έχουν μονάσει | να έχουν μονάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονάζω
|