μολυβδοσωλήνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μολυβδοσωλήνας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μολυβδοσωλήν. Μορφολογικά αναλύεται σε μόλυβδος + -ο- + σωλήνας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.li.vðo.soˈli.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λυ‐βδο‐σω‐λή‐νας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μολυβδοσωλήνας αρσενικό
- μολύβδινος σωλήνας, σωλήνας από μόλυβδο που είναι εύκαμπτος)
- ↪ Λόγο της ευκαμψίας του μολύβδου, οι μολυβδοσωλήνες χρησιμοποιούνται σε υδραυλικές εγκαταστάσεις.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μολυβδοσωλήνας
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)