μνήμη τυχαίας προσπέλασης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνήμη τυχαίας προσπέλασης < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική random (τυχαίος) access (προσπέλαση) memory (μνήμη)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μνήμη τυχαίας προσπέλασης θηλυκό

  • (υλικό υπολογιστή) η μνήμη των υπολογιστών, ολοκληρωμένο κύκλωμα που αποθηκεύει προσωρινά τα δεδομένα υπό επεξεργασία και τα κρατά μέχρι να πάψουν να είναι απαραίτητα, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα
συντομογραφία: RAM

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία