μισοκοιμάμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
μισοκοιμάμαι
- κοιμάμαι πολύ ελαφρά
- δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
- ≈ συνώνυμα: κοιμάμαι μ' ένα μάτι, λαγοκοιμάμαι
- δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
- νυστάζω
- πήγαινε στο κρεβάτι σου, αφού μισοκοιμάσαι!
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισοκοιμάμαι
|