Ετυμολογία

επεξεργασία
μισοκακόμοιρα < μισοκακόμοιρος + , μισο- (μισός) + κακόμοιρα

  Επίρρημα

επεξεργασία

μισοκακόμοιρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία