Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισινέζα οι μισινέζες
      γενική της μισινέζας
    αιτιατική τη μισινέζα τις μισινέζες
     κλητική μισινέζα μισινέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισινέζα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μισινέζα θηλυκό

  • πλαστικός διαφανής σπάγγος, βασικό εξάρτημα στο ψάρεμα με καλάμι

  Μεταφράσεις επεξεργασία