μισέλληνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισέλληνας < αρχαία ελληνική μισέλλην
Ουσιαστικό επεξεργασία
μισέλληνας αρσενικό
- που έχει μίσος για τους Έλληνες ή την Ελλάδα γενικότερα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μισελληνικός
- μισελληνισμός
- → δείτε τις λέξεις μίσος και Έλληνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισέλληνας
|