μινούτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μινούτο | τα | μινούτα |
γενική | του | μινούτου | των | μινούτων |
αιτιατική | το | μινούτο | τα | μινούτα |
κλητική | μινούτο | μινούτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μινούτο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μινούτο
|