Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μινιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική mignon[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μινιόν άκλιτο

  1. πολύ μικρός σε μέγεθος, μικρούτσικος
  2. (για λάμπες) μικρότερος από το κλασικό μέγεθος και με στενότερη βάση
  3. (για πρόσωπα) λεπτοκαμωμένος και χαριτωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία