μιμόδραμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μιμόδραμα < (λόγιο δάνειο) γαλλική mimodrame < αρχαία ελληνική μῖμος + δρᾶμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈmo.ðɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐μό‐δρα‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μιμόδραμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μιμόδραμα
→ δείτε τη λέξη παντομίμα |