Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροψία οι μικροψίες
      γενική της μικροψίας των μικροψιών
    αιτιατική τη μικροψία τις μικροψίες
     κλητική μικροψία μικροψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροψία < γαλλική micropsie

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.kɾoˈpsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροψία θηλυκό

  • (ιατρική) πάθηση της όρασης, κατά την οποία τα πράγματα φαίνονται μικρότερα από το κανονικό τους μέγεθος. Αποδίδεται σε με οργανικούς, τοξικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες

  Μεταφράσεις επεξεργασία