μικροσύμπαν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροσύμπαν ουδέτερο
- (ποιητικά) ο μικρόκοσμος, μικροβιολογία, βιοχημεία, κβαντομηχανική κτλ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροσύμπαν
|
μικροσύμπαν ουδέτερο
|