μικροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροσκοπικός < από το γαλλικό microscope. Από το μικρός και σκοπέω-σκοπώ.
Επίθετο επεξεργασία
μικροσκοπικός, -η, -ο
- που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού είναι πάρα πολύ μικρός
- πολύ μικρότερος από το κανονικό (λέγεται για έμφαση στο μικρό μέγεθος)
- παρόλο που έχει καλό μισθό, μένει σε μικροσκοπικό διαμέρισμα με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα
- που γίνεται με τη χρήση μικροσκοπίου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροσκοπικός