Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροσκοπικός η μικροσκοπική το μικροσκοπικό
      γενική του μικροσκοπικού της μικροσκοπικής του μικροσκοπικού
    αιτιατική τον μικροσκοπικό τη μικροσκοπική το μικροσκοπικό
     κλητική μικροσκοπικέ μικροσκοπική μικροσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροσκοπικοί οι μικροσκοπικές τα μικροσκοπικά
      γενική των μικροσκοπικών των μικροσκοπικών των μικροσκοπικών
    αιτιατική τους μικροσκοπικούς τις μικροσκοπικές τα μικροσκοπικά
     κλητική μικροσκοπικοί μικροσκοπικές μικροσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροσκοπικός < από το γαλλικό microscope. Από το μικρός και σκοπέω-σκοπώ.

  Επίθετο επεξεργασία

μικροσκοπικός, -η, -ο

  1. που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι αφού είναι πάρα πολύ μικρός
  2. πολύ μικρότερος από το κανονικό (λέγεται για έμφαση στο μικρό μέγεθος)
    παρόλο που έχει καλό μισθό, μένει σε μικροσκοπικό διαμέρισμα με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα
  3. που γίνεται με τη χρήση μικροσκοπίου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία