Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροθερμίδα οι μικροθερμίδες
      γενική της μικροθερμίδας των μικροθερμίδων
    αιτιατική τη μικροθερμίδα τις μικροθερμίδες
     κλητική μικροθερμίδα μικροθερμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροθερμίδα < μικρο- + θερμίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.kɾo.θeɾˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐θερ‐μί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροθερμίδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr