μηχανοργανώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μηχανοργανώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
- θα μηχανοργανώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανοργανώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μηχανοργανώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηχανοργάνωση