μηροκήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηροκήλη | οι | μηροκήλες |
γενική | της | μηροκήλης | — | |
αιτιατική | τη | μηροκήλη | τις | μηροκήλες |
κλητική | μηροκήλη | μηροκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηροκήλη θηλυκό
- (ιατρική) μορφή κήλης που εμφανίζεται στη μηροβουβωνική χώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηροκήλη
|