Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηνίσκος οι μηνίσκοι
      γενική του μηνίσκου των μηνίσκων
    αιτιατική τον μηνίσκο τους μηνίσκους
     κλητική μηνίσκε μηνίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνίσκος < αρχαία ελληνική μηνίσκος < υποκοριστικό του Μήνη [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
H Σελήνη στη φάση του αύξοντα μηνίσκου

μηνίσκος αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής
  2. (ανατομία) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών
    Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου
  3. (αστρονομία) Η φάση της Σελήνης ή άλλου ουράνιου σώματος κατά την οποία λιγότερη από τη μισή ορατή επιφάνειά της εμφανίζεται φωτισμένη

  Μεταφράσεις επεξεργασία