Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλοσφακιά οι μηλοσφακιές
      γενική της μηλοσφακιάς των μηλοσφακιών
    αιτιατική τη μηλοσφακιά τις μηλοσφακιές
     κλητική μηλοσφακιά μηλοσφακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλοσφακιά < μηλο- + σφακιά (< αρχαία ελληνική σφάκος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλοσφακιά θηλυκό (δημοτική)

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού - βοτάνου Ελελίσφακος ο μηλοφόρος, η φασκομηλιά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία