μηλοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηλοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος με μήλα
- αγροτική αθλοπαιδιά κατά τη συγκομιδή των μήλων
- κατάλοιπο του μηλοπολέμου είναι το ομαδικό παιχνίδι "τα μήλα"
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηλοπόλεμος
|