Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηλιώνας οι μηλιώνες
      γενική του μηλιώνα των μηλιώνων
    αιτιατική τον μηλιώνα τους μηλιώνες
     κλητική μηλιώνα μηλιώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλιώνας < μηλι(ά) + -ώνας. Συγκρίνετε με το μηλεώνας.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈʎo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐λιώ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλιώνας αρσενικό

  1. μεγάλη φυτεία με μηλιές
  2. τόπος κατάφυτος από μηλιές

Άλλες μορφές επεξεργασία

  1. μηλώνας
  2. μηλεώνας (λόγιο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)