μηκυνσιόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηκυνσιόμετρο | τα | μηκυνσιόμετρα |
γενική | του | μηκυνσιόμετρου & μηκυνσιομέτρου |
των | μηκυνσιόμετρων & μηκυνσιομέτρων |
αιτιατική | το | μηκυνσιόμετρο | τα | μηκυνσιόμετρα |
κλητική | μηκυνσιόμετρο | μηκυνσιόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηκυνσιόμετρο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης των αλλοιώσεων ενός αντικειμένου υπό την επίδραση διαφόρων πιέσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηκυνσιόμετρο