μετεωροσκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεωροσκόπος < αρχαία ελληνική μετεωροσκόπος < μετέωρον + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετεωροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο, παρωχημένο) ο μετεωρολόγος
Συγγενικά επεξεργασία
- μετεωροσκοπείο
- μετεωροσκόπηση
- μετεωροσκοπία
- μετεωροσκοπικός
- μετεωροσκόπιο
- μετεωροσκοπώ
- → δείτε τις λέξεις μετέωρος και σκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεωροσκόπος
|