μετεωρίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετεωρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεωρίζω
- θα μετεωρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεωρίζω
μετεωρίσουν