Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεταχειριστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταχειρίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταχειρίζομαι
  3. θα μεταχειριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταχειρίζομαι