μεταφερτά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταφερτά < μεταφερτός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
μεταφερτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφερτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μεταφερτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταφερτό