Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταρσιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταρσιώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταρσιώνομαι

→ δείτε τη λέξη μεταρσιώνω