μετανοήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετανοήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετανοώ
- θα μετανοήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετανοώ
μετανοήσουμε