μεταλλοδίφης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλοδίφης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλοδίφης αρσενικό
- πρόκειται για ιδιώτη που με δικά του έξοδα και ρίσκο αναζητά ορυκτά κοιτάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλοδίφης
|