Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλλάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλάσσω με μεταπλασμό < (μετά) μετ- + ἀλλάσσω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈla.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ταλ‐λά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεταλλάζω, αόρ.: μετάλλαξα, παθ.φωνή: μεταλλάζομαι, π.αόρ.: μεταλλάχτηκα, μτχ.π.π.: μεταλλαγμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία