μεταδημότευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταδημότευση | οι | μεταδημοτεύσεις |
γενική | της | μεταδημότευσης* | των | μεταδημοτεύσεων |
αιτιατική | τη | μεταδημότευση | τις | μεταδημοτεύσεις |
κλητική | μεταδημότευση | μεταδημοτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταδημοτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταδημότευση < μεταδημοτεύω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταδημότευση θηλυκό
- η μεταφορά των πολιτικών δικαιωμάτων σε άλλο δήμο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταδημότευση
|