Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάνθρωπος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάνθρωπος αρσενικό (μελλοντολογία)

  1. ρομπότ με ελεύθερη βούληση, ενσυναίσθηση και πλήρη πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις
    1. πλήρως ρομποτικός άνθρωπος
    2. άνθρωπος με βιολογικό σώμα μα απόλυτα-πλήρως ψηφιακό εγκέφαλο (συνειδησιακά πλήρως βιονικός-ψηφιακός)
  2. βιολογικός άνθρωπος με μερικώς ψηφιακό εγκέφαλο, άνθρωπος που ζει και σκέφτεται μέσω συνεργαζόμενων βιολογικών και ψηφιακών εγκεφαλικών συστατικών
  3. βιονικός άνθρωπος, βιολογικός άνθρωπος με τεχνολογικά εξαρτήματα ως σωματικά μέλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία