Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετάβασῐς αἱ μεταβάσεις
      γενική τῆς μεταβάσεως τῶν μεταβάσεων
      δοτική τῇ μεταβάσει ταῖς μεταβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετάβασῐν τὰς μεταβάσεις
     κλητική ! μετάβασῐ μεταβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταβάσει
γεν-δοτ τοῖν  μεταβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάβασις < μεταβαίνω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάβασις θηλυκό

  1. μετάβαση
  2. μεταφορά
  3. μετακίνηση
  4. αλλαγή

  Πηγές επεξεργασία