Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοῦσιν < μεσοῦσῐ με νῦ ἐφελκυστικόν

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

μεσοῦσῐν

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεσοῦσῐν

Άλλες μορφές επεξεργασία