μεσομήρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.soˈmi.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐μή‐ρι‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μεσομήρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσομήριο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μεσομήρια ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσομήριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσομήρια (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μεσο- (μέσον) + μηρίον συνήθως στον πληθυντικό τὰ μηρία (< μηρός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσομήρια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή, ανατομία) το μέρος του σώματος ανάμεσα στα σκέλη και μέχρι του πρωκτού
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Ιούλιος Πολυδεύκης (Pollux), Ὀνομαστικὸν, ελληνικο και λατινικό κείμενο (Άμστερνταμ: Ex Officina Wetsteniana, 1706), βιβλ. β΄, σελ. 245.
- τὰ δ' ἐντὸς τῶν μηρῶν παραμήρια, τὰ δὲ μεταξὺ αὐτῶν μεσομήρια
- ≈ συνώνυμα: κοχώνη
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Ιούλιος Πολυδεύκης (Pollux), Ὀνομαστικὸν, ελληνικο και λατινικό κείμενο (Άμστερνταμ: Ex Officina Wetsteniana, 1706), βιβλ. β΄, σελ. 245.
Πηγές επεξεργασία
- μεσομήρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.