μεσοθωρακίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοθωρακίτιδα < μεσοθωράκιο + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοθωρακίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του του μεσοθωρακίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοθωρακίτιδα
|