μεσέγχυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσέγχυμα ουδέτερο
- (βιολογία) κυτταρικός ζωικός ιστός που βρίσκεται περί το εμβρυικό μεσόδερμα και περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα υπό μορφή κομπρέσας.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσέγχυμα
|