Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσέγχυμα τα μεσεγχύματα
      γενική του μεσεγχύματος των μεσεγχυμάτων
    αιτιατική το μεσέγχυμα τα μεσεγχύματα
     κλητική μεσέγχυμα μεσεγχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσέγχυμα < μέσος + έγχυμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσέγχυμα ουδέτερο

  • (βιολογία) κυτταρικός ζωικός ιστός που βρίσκεται περί το εμβρυικό μεσόδερμα και περιβάλλει τα εσωτερικά όργανα υπό μορφή κομπρέσας.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία