μερσεριζέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μερσεριζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική mercerisé < επώνυμο του John Mercer (άγγλος χημικός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meɾ.se.ɾiˈze/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μερ‐σε‐ρι‐ζέ
Επίθετο επεξεργασία
μερσεριζέ άκλιτο
- για ύφασμα που έχει υποστεί επεξεργασία ώστε να λαμπυρίζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μερσεριζέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας