Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεριάζω < μερι(ά) + -άζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈɾʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ριά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεριάζω, πρτ.: μέριαζα, αόρ.: μέριασα (λαϊκότροπο)

  1. (αμετάβατο) απομακρύνομαι, μετακινούμαι
  2. (μεταβατικό) απομακρύνω, μετακινώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία