Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεμψιμοιρία οι μεμψιμοιρίες
      γενική της μεμψιμοιρίας των μεμψιμοιριών
    αιτιατική τη μεμψιμοιρία τις μεμψιμοιρίες
     κλητική μεμψιμοιρία μεμψιμοιρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμψιμοιρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεμψιμοιρία < μεμψίμοιρος (που κατηγορεί τη μοίρα) → δείτε τις λέξεις μέμφομαι και μοίρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμψιμοιρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεμψιμοιρί αἱ μεμψιμοιρίαι
      γενική τῆς μεμψιμοιρίᾱς τῶν μεμψιμοιριῶν
      δοτική τῇ μεμψιμοιρί ταῖς μεμψιμοιρίαις
    αιτιατική τὴν μεμψιμοιρίᾱν τὰς μεμψιμοιρίᾱς
     κλητική ! μεμψιμοιρί μεμψιμοιρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεμψιμοιρί
γεν-δοτ τοῖν  μεμψιμοιρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμψιμοιρία < μεμψίμοιρ(ος) + -ία με πρώτο συνθετικό μεμψι-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμψιμοιρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία