μεμψιμοιρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεμψιμοιρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεμψιμοιρία < μεμψίμοιρος (που κατηγορεί τη μοίρα) → δείτε τις λέξεις μέμφομαι και μοίρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεμψιμοιρία θηλυκό
- η παθητική και μοιρολατρική αντιμετώπιση των γεγονότων με γκρίνια και παράπονα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεμψίμοιρος, μέμφομαι και μοίρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεμψιμοιρία
|
Πηγές επεξεργασία
- μεμψιμοιρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεμψιμοιρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μεμψιμοιρίᾱ | αἱ | μεμψιμοιρίαι |
γενική | τῆς | μεμψιμοιρίᾱς | τῶν | μεμψιμοιριῶν |
δοτική | τῇ | μεμψιμοιρίᾳ | ταῖς | μεμψιμοιρίαις |
αιτιατική | τὴν | μεμψιμοιρίᾱν | τὰς | μεμψιμοιρίᾱς |
κλητική ὦ! | μεμψιμοιρίᾱ | μεμψιμοιρίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεμψιμοιρίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μεμψιμοιρίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεμψιμοιρία < μεμψίμοιρ(ος) + -ία με πρώτο συνθετικό μεμψι-
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεμψιμοιρία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεμψίμοιρος, μέμφομαι και μοῖρα
Πηγές επεξεργασία
- μεμψιμοιρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.