Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική meme

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεμέ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία