μελιτζανοπουρές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελιτζανοπουρές αρσενικό, πληθυντικός μελιτζανοπουρέδες
- (γαστρονομία): πουρές που γίνεται από μελιτζάνες.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιτζανοπουρές
|
μελιτζανοπουρές αρσενικό, πληθυντικός μελιτζανοπουρέδες
|